- χρηΐσκομαι
- χρηΐσκομαι,A need,
τῷ ὕδατι Hdt.3.117
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷ ὕδατι Hdt.3.117
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρηΐσκομαι — Α ιων. τ. (θαμ. τού χρῄζω) χρειάζομαι κάτι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρή*, κατά τα ρ. σε ίσκω / ίσκομαι (πρβλ. ῥυ ΐσκομαι)] … Dictionary of Greek
χρηίσκονται — χρηίσκομαι need pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)